- κωλομπαράς
- οβλ. κολομπαράς.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κολομπαράς — και κωλομπαράς, ο παιδεραστής, ενεργητικός ομοφυλόφιλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kulampara. Ο τ. κωλομπαράς με παρετυμολογική επίδραση τού κώλος] … Dictionary of Greek
πυγιστής — ὁ, Α [πυγίζω] αρσενοκοίτης, κωλομπαράς … Dictionary of Greek